Εξελικτικές διαταραχές της ομιλίας

Η  “εξελικτική διαταραχή της ομιλίας” ή αλλιώς, “λειτουργική δυσλαλία” είναι η πιο συνηθισμένη διαταραχή του λόγου στην προσχολική και σχολική ηλικία.

Λίγο ως πολύ όλοι μας γνωρίζουμε κάποιο παιδί από το οικογενειακό ή φιλικό μας περιβάλλον, το οποίο δε μιλά καθαρά. Κι αυτό γιατί μεγάλο ποσοστό παιδιών κυρίως προσχολικής ηλικίας αργεί στην εξέλιξη της ομιλίας, χωρίς να υπάρχει οργανική πάθηση που να δικαιολογεί αυτήν την καθυστέρηση. Αυτά τα παιδιά αποτυγχάνουν να αναπτύξουν την ομιλία τους με ακρίβεια, με αποτέλεσμα η προφορά τους να μοιάζει με εκείνη μικρότερων σε ηλικία παιδιών.

Διακρίνουμε δύο είδη διαταραχών ομιλίας, τις αρθρωτικές και τις φωνολογικές διαταραχές.

Αρθρωτική διαταραχή είναι η αδυναμία του παιδιού να σχηματίσει κάποιο φώνημα, όπως το [ρ]. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχει μάθει ή δυσκολεύεται να τοποθετήσει σωστά και να συντονίσει τα όργανα που συμμετέχουν στην άρθρωση, όπως τα χείλη και η γλώσσα, για την παραγωγή του συγκεκριμένου φωνήματος, το οποίο μπορεί να είναι σύμφωνο ή και φωνήεν. Η αρθρωτική διαταραχή λοιπόν έχει να κάνει με την κινητικότητα των οργάνων άρθρωσης.

Αντίθετα, στη φωνολογική διαταραχή, το πρόβλημα είναι αντιληπτικό. Ας υποθέσουμε ότι ο μικρός Γιάννης έχει  καταφέρει να κατακτήσει όλα τα φωνήματα της ελληνικής γλώσσας και πρόσφατα έμαθε να εκφέρει σωστά το [θ], το τελευταίο που του είχε απομείνει. Αυτό είναι μια αρθρωτική κατάκτηση. Αν όμως ο Γιαννάκης αφού έμαθε το [θ] λέει “πείθω” ενώ θέλει να πει “πίσω”, τότε έχουμε πρόβλημα. Αν αυτό το πρόβλημα παραμείνει για εύλογο χρονικό διάστημα, παρά τις σχετικές διορθώσεις των γονέων, έχουμε μια περίπτωση φωνολογικής διαταραχής.

Το παιδί είναι μεν σε θέση να σχηματίσει το επίμαχο φώνημα, δεν μπορεί, όμως, να αντιληφθεί τις μικρές εκείνες διαφορές του από ένα άλλο φώνημα, με το οποίο παρουσιάζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά ([σ]-[θ]). Μάλιστα, κάποια παιδιά μπορούν να διακρίνουν τους δυο ήχους στο λόγο των άλλων αλλά όχι στο δικό τους, όπως στο παράδειγμα:

-[Μητέρα]: Είπες “νελό”, μήπως εννοούσες “νερό”;

-[Παιδί]: Δεν είπα “νελό”, είπα “νελό”!

Γενικότερα, το παιδί που αναπτύσσεται ακούει τις λέξεις από το περιβάλλον και με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσει το δικό του φωνολογικό σύστημα. Δε μπορεί όμως εξαρχής να πει τις λέξεις όπως οι ενήλικοι. Για παράδειγμα λέει «τάτα» αντί «πατάτα» επειδή του είναι πιο εύκολο να πει το τμήμα της λέξης που τονίζεται “κόβοντας” την πρώτη μη τονιζόμενη συλλαβή («πα»), κάνοντας παράλληλα τη λέξη δισύλλαβη αντί τρισύλλαβη και επομένως πιο εύκολη. Όλα τα παιδιά σε κάποιες φάσεις της εξέλιξης της ομιλίας τους απλοποιούν συστηματικά τις λέξεις. Μεγαλώνοντας όμως, μειώνουν σταδιακά τις απλοποιήσεις αυτές και καταλήγουν να μιλούν απολύτως καθαρά όπως οι ενήλικοι.

Αν όμως ένα παιδί εξακολουθεί να χρησιμοποιεί μια διαδικασία απλοποίησης που θα έπρεπε να έχει σταματήσει αρκετούς μήνες πριν, υπάρχει πρόβλημα. Σε αυτή την περίπτωση ο λογοπεδικός αφού αξιολογήσει τη Φωνολογική Εξέλιξη του παιδιού καταγράφει τις απλοποιήσεις που κάνει στην ομιλία του. Από το είδος των απλοποιήσεων προσδιορίζει την ηλικία της φωνολογικής του ανάπτυξης και παρεμβαίνει όταν αυτή δε συμβαδίζει με τη χρονολογική του ηλικία.

πηγή: Κέντρο Ειδικών Θεραπειών “Λόγου…Χάρη”

Μετάβαση στο περιεχόμενο